- ὀλιγωρίᾳ
- ὀλιγωρίαι , ὀλιγωρίαan esteeming lightlyfem nom/voc plὀλιγωρίᾱͅ , ὀλιγωρίαan esteeming lightlyfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀλιγωρία — ὀλιγωρίᾱ , ὀλιγωρία an esteeming lightly fem nom/voc/acc dual ὀλιγωρίᾱ , ὀλιγωρία an esteeming lightly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγωρία — η (Α ὀλιγωρία, ιων. τ. ὀλιγωρίη) [ολίγωρος] αμέλεια, αδιαφορία, παραμέληση («τὰ πάντα σφι ὑπό τε ὕβριος καὶ ὀλιγωρίης ἀνάστατα ἦν», Ηρόδ.) αρχ. περιφρόνηση, καταφρόνηση («τὴν μὲν γὰρ εἰς τὰ χρήματα ὀλιγωρίαν οἱ φιλοχρήματοι φέρουσι βαρέως»,… … Dictionary of Greek
ολιγωρία — η αμέλεια, αδιαφορία, αφροντισιά: Η ολιγωρία φέρνει πολλές φορές τη συμφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀλιγωρίας — ὀλιγωρίᾱς , ὀλιγωρία an esteeming lightly fem acc pl ὀλιγωρίᾱς , ὀλιγωρία an esteeming lightly fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγωρίαι — ὀλιγωρία an esteeming lightly fem nom/voc pl ὀλιγωρίᾱͅ , ὀλιγωρία an esteeming lightly fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγωρίαν — ὀλιγωρίᾱν , ὀλιγωρία an esteeming lightly fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγωρίαις — ὀλιγωρία an esteeming lightly fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγωρίη — ὀλιγωρία an esteeming lightly fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγωρίην — ὀλιγωρία an esteeming lightly fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγωρίης — ὀλιγωρία an esteeming lightly fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)